- τροπαίος
- -αία, -ον, Α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπή, στη μετατροπή2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή τών εχθρών στο πεδίο τής μάχης3. αυτός που προξενεί φυγή ή ήττα, φοβερός («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» — φοβεροί στα μάτια τού Έκτορος, Ευρ.)4. αυτός που αποτρέπει, που απομακρύνει κάτι, συνήθως κακό, αλεξίκακος («ὦ Ζεῡ τροπαῑε», Σοφ.)5. προσωνυμία θεών ή και αγαλμάτων τους και, ιδίως, τού Διός ως βοηθού και συμπαραστάτη που έτρεπε σε φυγή τους εχθρούς παρέχοντας έτσι τη νίκη («Ζηνὶ τροπαίῳ», Σοφ.)6. το θηλ. ως ουσ. ἡ τροπαίαα) (ενν. πνοή) πνοή ανέμου από τη θάλασσα προς την ξηρά, θαλάσσια αύραβ) μτφ. τροπή, μετατροπή, μεταβολήγ) φρ. «τροπαία κακῶν» — απαλλαγή από δεινά, από συμφορές» (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω* + κατάλ. -αῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.